Το Ισμαήλ βρίσκεται περίπου 1 χλμ μετά το χωριό του Μαμάδου, σε παράκαμψη του δρόμου που οδηγεί στο Στενό Τήνου - Άνδρου.
Ο οικισμός κτίσθηκε, κατά πάσα πιθανότητα, το δεύτερο μισό του 17ου αιώνα με την προοπτική να εξελιχθεί αργότερα σε χωριό στοχεύοντας στην εξασφάλιση των αναγκαίων, την αυτάρκεια και ευζωία. Βασικές ασχολίες των κατοίκων ήταν η γεωργία( δημητριακά, ελιές ,σύκα , κήποι) και η κτηνοτροφία.
Τα σπίτια στο Ισμαήλ είναι κτισμένα κατά μήκος του δρόμου που συνδέει τις δύο εκκλησίες που το οριοθετούν, τον Άγιο Ιωάννη και την Κοίμηση της Θεοτόκου (Παναγία).
Όλα τα σπίτια είναι ισόγεια και κτισμένα με ένα συγκεκριμένο αρχιτεκτονικό τύπο.
Το σπίτι αποτελείται από ένα ευρύ χώρο που με τη βοήθεια του βόλτου (εσωτερικού τόξου που ενώνει εσωτερικούς τοίχους και μοιράζει το βάρος της οροφής) χωρίζεται σε δύο τμήματα. Το εμπρόσθιο τμήμα που χρησιμοποιείται για τις καθημερινές εργασίες (μαγείρεμα κλπ) και το πίσω για τη διανυκτέρευση.
Τις εσοχές του βόλτου θα εκμεταλλευτεί ο λαϊκός μάστορας για να τοποθετήσει το τζάκι-εστία ή τα κρεβάτια. Τα κρεβάτια πολλές φορές τοποθετούνται πάνω πάνω από μικρές δεξαμενές αποθήκευσης οσπρίων και σιτηρών.
Στο βάθος μια, χαμηλή συνήθως, είσοδος οδηγεί στην αποθήκη.
Όλα τα σπίτια έχουν αυλές με μεσημβρινό προσανατολισμό.
Από τα μέσα του 19ου αιώνα η αυξανόμενη λατομική δραστηριότητα, σε περιοχές κοντά στο Ισμαήλ, σημαδεύει τις ζωές των ανθρώπων και φέρνει τη μεγάλη αλλαγή.
Είναι χαρακτηριστικό ότι το Ισμαήλ και τα γύρω χωριά Μαμάδος και Μαρλά δεν αναφέρονται σε καμία απογραφή του νεοελληνικού κράτους πριν από εκείνη του 1907. Μετά τις μεγάλες επενδύσεις στα λατομεία της περιοχής και τις νέες θέσεις εργασίας που δημιουργούνται οι κάτοικοι αποκτούν μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση και κοιτάζουν με αισιοδοξία το μέλλον.
Η ανοδική πορεία σταματά με την έναρξη του Β' Παγκοσμίου Πολέμου όπου διακόπτεται εντελώς η λατομική δραστηριότητα. Η γερμανοϊταλική κατοχή θα αποβεί μοιραία για τα χωριά με εκατοντάδες θύματα από την πείνα. Έτσι τη δεκαετία του 1940 το Ισμαήλ ερημώνει. Το φθινόπωρο του 1950 το εγκαταλείπει και ο τελευταίος κάτοικος που είχε απομείνει.
Τα χωριά της Τήνου
Ο οικισμός κτίσθηκε, κατά πάσα πιθανότητα, το δεύτερο μισό του 17ου αιώνα με την προοπτική να εξελιχθεί αργότερα σε χωριό στοχεύοντας στην εξασφάλιση των αναγκαίων, την αυτάρκεια και ευζωία. Βασικές ασχολίες των κατοίκων ήταν η γεωργία( δημητριακά, ελιές ,σύκα , κήποι) και η κτηνοτροφία.
Τα σπίτια στο Ισμαήλ είναι κτισμένα κατά μήκος του δρόμου που συνδέει τις δύο εκκλησίες που το οριοθετούν, τον Άγιο Ιωάννη και την Κοίμηση της Θεοτόκου (Παναγία).
Το σπίτι αποτελείται από ένα ευρύ χώρο που με τη βοήθεια του βόλτου (εσωτερικού τόξου που ενώνει εσωτερικούς τοίχους και μοιράζει το βάρος της οροφής) χωρίζεται σε δύο τμήματα. Το εμπρόσθιο τμήμα που χρησιμοποιείται για τις καθημερινές εργασίες (μαγείρεμα κλπ) και το πίσω για τη διανυκτέρευση.
Τις εσοχές του βόλτου θα εκμεταλλευτεί ο λαϊκός μάστορας για να τοποθετήσει το τζάκι-εστία ή τα κρεβάτια. Τα κρεβάτια πολλές φορές τοποθετούνται πάνω πάνω από μικρές δεξαμενές αποθήκευσης οσπρίων και σιτηρών.
Στο βάθος μια, χαμηλή συνήθως, είσοδος οδηγεί στην αποθήκη.
Τα αλώνια και οι σταύλοι των ζώων βρίσκονται έξω από το χωριό.
Είναι χαρακτηριστικό ότι το Ισμαήλ και τα γύρω χωριά Μαμάδος και Μαρλά δεν αναφέρονται σε καμία απογραφή του νεοελληνικού κράτους πριν από εκείνη του 1907. Μετά τις μεγάλες επενδύσεις στα λατομεία της περιοχής και τις νέες θέσεις εργασίας που δημιουργούνται οι κάτοικοι αποκτούν μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση και κοιτάζουν με αισιοδοξία το μέλλον.
Η ανοδική πορεία σταματά με την έναρξη του Β' Παγκοσμίου Πολέμου όπου διακόπτεται εντελώς η λατομική δραστηριότητα. Η γερμανοϊταλική κατοχή θα αποβεί μοιραία για τα χωριά με εκατοντάδες θύματα από την πείνα. Έτσι τη δεκαετία του 1940 το Ισμαήλ ερημώνει. Το φθινόπωρο του 1950 το εγκαταλείπει και ο τελευταίος κάτοικος που είχε απομείνει.
Τα χωριά της Τήνου